- ὑποβαλλομένων
- ὑποβάλλωthrowpres part mp fem gen plὑποβάλλωthrowpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκλαίω — Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν κλαίω μαζί με άλλον για κάτι νεοελλ. 1. παρακαλώ κλαίγοντας 2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι μσν. κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον μσν. αρχ. θρηνώ μπροστά στον θεό αρχ. 1. κλαίω και… … Dictionary of Greek